παραπίμπραμαι

παραπίμπραμαι
Α
καίγομαι, φλέγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πίμπραμαι «καίγομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραπεπρῆσθαι — παραπίμπραμαι to be inflamed perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπίμπρανται — παραπίμπραμαι to be inflamed pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπίμπρασθαι — παραπίμπραμαι to be inflamed pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπίμπραται — παραπίμπραμαι to be inflamed pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπίπρανται — παραπίμπραμαι to be inflamed pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”